Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
27/4/2024 10:56:12





















Επισκέπτες Online: 2857


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
12-08-2011
ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

Ο χωρατάς
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του κ. Χρ. Φυλάκη «Αναμνήσεις από τον Λαγκαδά» έκδοση του Πολιτιστικού Οργανισμού «Μυγδονία». Το βιβλίο διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία του Λαγκαδά.
Χωρατά έλεγαν αυτή τη συγκέντρωση των γυναικών σε κάθε μαχαλά που ανταμώνονταν και έλεγαν τα σοβαρά και τα αστεία τους και ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να εκτονώσουν την ψυχολογία τους και την κούραση που είχαν. Φρόντιζαν ο χωρατάς να γίνεται σε κανένα σπίτι που να είναι στο δρόμο για να ρωτούν και κανέναν άντρα που έρχονταν από την αγορά να τους πει αν έμαθε κανένα καινούργιο νέο, να το σχολιάσουν μετά, η καθεμιά τους με τη δική της γνώμη.
Σε έναν από αυτούς τους χωρατάδες εκεί κοντά στην Αγία Παρασκευή, ήταν κομπλέ κάθε βράδυ, το σπίτι ήταν επάνω στο δρόμο.
Είχε ένα πεζούλι σαν ντουβαράκι πολύ χαμηλό και πέτρες που ήταν κάτασπρες, ασβεστωμένες. Για καθίσματα έπαιρναν από το σπίτι και κανένα κομματάκι κουρελού, το έστρωναν και κάθονταν μια χαρά. Μόλις κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος πήγαινε και κάθονταν πρώτη η Μυγδάλου, που ήταν η γεροντότερη και τυφλή. Μετά έρχονταν η Λένκου, συνομήλικη της και στη συνέχεια ερχόταν η Ρίνκου, η Γκιούργου, η Γκίλια και η Στάνου. Αυτές ήταν οι έξι τακτικές και ήταν ηλικιωμένες. Πήγαιναν και πιο νεότερες, αλλά το λόγο είχαν πάντα οι έξι λόγω ηλικίας.
Και αρχίζανε τα κωμικοτραγικά της παρέας. Εκεί που κάθονταν ένα βράδυ και κουβέντιαζαν και γελούσαν, πέρασε ένας άντρας που ερχόταν από την αγορά, γνωστός της Λένκους. Τις καλησπέρισε ο άνθρωπος και μετά τον λέει η Λένκου «μπρε Νάσιου, τι λεν σ’ ακάτ σν’ αγορά, τι νέα έχ;» Το πε εξελιγμένα η Λένκου «αγορά», γιατί τότε «τσιαρσή» ήταν στα τούρκικα. Ο Νάσιους σταμάτησε μόλις τον μίλησε η Λένκου και λέει: «Εμ τι νέα να εχ’ μαρή Λένκου; Τίποτα καινούργιο. Στον καφινέ τι δ’ ακούεις; Άλλος του κουντότ’ κι άλλος το μακρύτ’». Και χωρίς πολλά λόγια έφυγε ο Νάσιους. 
Όταν απομακρύνθηκε ο Νάσιους της λέει η Ρίνκου. «Κι συ μαρή Λένκου ιτς μυαλό δεν έεις. Τουν σταμάτσεις τουν άνθρωπο, κουρασμένος είνι. Ολ’ μέρα κόσιζε στα τσαΐρια, νέα να συ πει. Ρώτα τουν άντρα σ’ βράδυ στου σπίτ’ που δα ερτ’ απού τουν καφινέ». Πετάγεται η Στάνου και ρίχνει το φαρμακερό της «εμ σάματι αγρικάει τίποτε κείνους; Μον’ του ποτήρ’ χτάζ…». Ντ’ Λένκου σαν να τν’ έριξαν ατομική βόμβα. Αναψε και κόρωσε και άρχισε το στόλισμα. «Να πάς να χαθείς σιαψιάλου που δα μη πεις για τον θκο μ’ τουν άντρα που είνι ένα κομμάτ’ μάλαμα. Κι έξυπνους! Να χτάιζ τουν θκος τουν προυκουμένον κάθι βράδ΄ κιόρ κουτούκ’ γίνι κι δεν ανοίγ’ μάτια απ’ του μιθύσ’. Οχ να σας πει νέα, αλλά ίσα τρέχ’ στου κρεβάτ’. Ντίπ χνάρ είνι. Θκος μου άντρας πάει σ’ Σαλονίκη. Τσ’ πήρε ένα βράδ’ ου Γιουβάνς με του κάρου. Τουν άντρα μ’, του Θύμιου κι του φίλο τ’ τουν Κώτσιου με του ζαρζαβάτ. Κι ύστερα τσ’ πάει κι είδαν τα τράμια που πάεναν μοναχάτσ’. Δεν τα τραβούσαν τ’ άλογα όπως πριν. Κι ύστερα τσ’ πήγε στου ζαχαροπλαστείο να τσ’ κιράσ’ κανένα γλυκό.  Αφού έκατσαν, τσ’ λέει ου ζαχαροπλάστης: «Τι θα πάρουν οι κύριοι;» Πετάζεται ου Γιουβάνς που ήταν τετραπέρατος γιατί κάθε μέρα πήγαινε σ’ Σαλονίκ’ κείνους κι τα ήξερε όλα. Και είπε ο Γιουβάνς τι γλυκό θα παρ’. Ο Θύμιος δεν κατάλαβε πως το είπε το γλυκό. Αλλά ο άντρας μου είναι έξυπνος και αμέσως έδωσε την παραγγελία και του λέει: «Σατγιουβάν’». Ο Κώτσιους τουν κοίταζε τουν άντρα μ’ τι είπε και λέει κι αυτός «Σατγιουβάν’» και κατάλαβε το γκαρσόνι και τσ’ έφερε τα γλυκά. Κι έφαγαν κι ευχαριστήθηκαν. Του βραδ’ ήρτε κι τα είπε όλα. Κοσμογυρισμένον άντρα έχω. Οχ’ σαν τουν θκος του χαϊβάν, μον στου Γυαλό πηαίν’ και στου Καβαλάρ και μέχρι του Σαράτσ’ (Περιβολάκι).
Κι η Λένκου ήταν τόσο φουντωμένη που δεν σταματούσε με τίποτε. Ξεσήκωσε το μαχαλά με τις φωνάρες της, αφού ακούγονταν μέχρι το Α΄ Δημοτικό Σχολείο. Εκείνη την ώρα φυσικά ήταν αργά και γύριζαν όλοι οι άντρες στα σπίτια τους. Γύριζε και ο Σταύρος και μόλις έφθασε κοντά στον πλάτανο του μπαρμπα-Μήτα του Συργιάνη του μαγαζί, ακούει τις φωνάρες και καταλαβαίνει ο Σταύρος τι συμβαίνει, γιατί ήταν κοντά στο σπίτι του και τον χωρατά τον είχε ζήσει από τα μικρά του χρόνια, τότε που τον έπαιρνε η μάνα του στην αγκαλιά της και άκουγε τις κοτσάνες μέχρι αργά το βράδυ.
Εκείνο το βράδυ όμως μόλις άκουσε τον καβγά κάτι σκέφτηκε γιατί ήταν πολύ πειραχτήρι και χωρατατζής. Προχωράει ατάραχος, σοβαρός φτάνει κοντά τους -ούτε σημασία τον έδωσαν αυτές- εξακολουθούσαν τις αντιπαραθέσεις η Λένκου και η Στάνου. Και όταν έφτασε πολύ κοντά στο χωρατά, ο δαιμόνιος Σταύρος πυροδότησε τη βόμβα του. Τις τραβάει ένα πόρδο που τράνταξε τον μαχαλά. Κόπηκε μαχαίρι ο καβγάς, μόνο πετάγονταν όλες με μια φωνή: «Ου να χαθείς γαδούρ. Δεν μπορείς να σμάεις τους κώλους βρωμιάρ’». Αλλά ο Σταύρος είχε την απάντηση και τις λέει κάπως στεναχωρημένα: «Τι να κάνω, κουσούρ απ’ την Αλβανία, μ’ έμεινε. Να μη σχωρέστει». Και κρατήθηκε να μη γελάσει μπροστά τους. Όταν απομακρύνθηκε ο Σταύρος αυτές ακόμα τον λιβάνιζαν. «Ιτς μαρή δε μας σεβάσκει ου χαϊταμάς» λέει η Γκίλια. Πετάγεται η Μυγδάλου που ήταν τυφλή, αλλά τον γνώριζε απ’ τη φωνή του γιατί πολλές φορές τις πείραζε και λέει: «Σας κορόιδεψε μαρή το γαδούρ. Ποια Αλβανία ήταν; Τ’ αδέρφια τ’ παν’ σ’ ν Αλβανία. Αυτός δω ήταν ακόμα μικρός». Ε τότε η Λένκου φούντωσε πιο πολύ και λέει: «Αμ ταχιά άμα πηράσ’ δα τον κανονίσω γω».
Και αναστατωμένες καθώς ήταν σηκώθηκαν να φύγουν γιατί η ώρα ήταν πολύ αργά. Τώρα ήταν αγαπημένες όλες, ξέχασαν τον πρώτο καβγά μεταξύ τους. Τώρα του Σταύρου η βόμβα τις ένωσε πάλι και έφυγε η κάθεμια για το σπίτι της.
Τι σοφίστηκε ο μακαρίτης ο Σταύρος για να φέρει την αγάπη μεταξύ τους, αφού ήταν φιλενάδες όλα τα χρόνια…
Κι έτσι τελείωσε το επεισόδιο της βραδιάς…



 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium