Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
28/3/2024 13:25:33



















Επισκέπτες Online: 1156


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ...
29-10-2012
ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ...


Του Τρύφωνα Τσομπάνη

Δεν γίνεται να μη θυμηθούμε τον πόλεμο του 1940, τέτοιες μέρες, καθώς μαζευόμασταν το βράδυ στο σπίτι και οι γονείς μας, με πάθος και παλμό, προσπαθούσαν να μας διδάξουν την ιστορία της φυλής μας, αλλά και να μας διηγηθούν γεγονότα από τις δικές τους στιγμές και εμπειρίες, που ο χρόνος δεν έσβησε από τη μνήμη. Μικροί και μεγάλοι ρωτούσαν για να μάθουν και οι γεροντότεροι διηγούνταν για να διδάξουν.

Σαν κάθε πόλεμο και τούτος είναι φορτωμένος με πολλά περιστατικά, μικρά και μεγάλα, αλλά οι οικογενειακές στιγμές της κατοχής πολλές φορές ζεσταίνουν διαφορετικά την καρδιά και φορτίζουν το φρόνημα, γιατί έλεγε η μάνα: «ενώ δεν είχαμε τίποτα, μοιραζόμασταν τα πάντα». Μια τέτοια εικόνα της κατοχής, όπου η αγάπη και αλληλεγγύη κυριαρχούν, μας διηγούνταν συχνά η μάνα, και άφηνε την ιστορία σαν παραμύθι να ξετυλίγεται μπροστά μας, σαν ταινία του παλιού σινεμά.

Το θυμάμαι σαν τώρα, έλεγε, χειμώνας… κατοχή… τα φώτα χαμηλωμένα και σφιχτά κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα, για να μη φεγγίζει προς τα έξω. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, ακούγαμε συχνά μέσα στο καταχείμωνο μια λέξη… σαν ψίθυρο… σαν άπνοη κραυγή, σαν ικεσία θαρρείς, «πεινάω…πεινάω…». Και τότε, αν υπήρχε στο σπίτι καμιά μπομπότα, η τίποτε ψωμί, αισθανόμασταν ένοχοι για τον πλούτο μας και την καλοπέρασή μας…

Ένα βράδυ ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος, από περιέργεια και αγωνία οι μεγάλοι πετάχτηκαν έξω να δουν. Η γιαγιά κρατούσε ψηλά τη λάμπα να φέγγει και πήγαν προς το μέρος που φαινόταν μια ανθρώπινη μάζα. Ήταν ένα παλικάρι, ως 26 χρονών, άγνωστο, στην οδό Αριστοτέλους στο Λαγκαδά, μπροστά στο σπίτι του Αθανασιάδη. Βγήκαν κι από άλλα σπίτια όλοι να συντρέξουν. Κουβαλούσε στην πλάτη του μια ραπτομηχανή singer, καινούργια, την είχε αγοράσει η μάνα του για να τους ζήσει αυτόν και τα αδέρφια του, μα τώρα ήταν άχρηστη, η μάνα πέθανε από την πείνα και η ραπτομηχανή ανταλλάσσονταν με ένα καρβέλι ψωμί. Όμως δεν άντεξε, ούτε την πείνα, ούτε την κούραση, καθώς την κουβαλούσε στην πλάτη από τη Θεσσαλονίκη ως τον Λαγκαδά με τα πόδια. Έπεσε… ανήμπορος πια να σηκωθεί. Ένα μήνα έκανε να συνέλθει, από λίγες μέρες η κάθε οικογένεια τον περιέθαλπε, όσο να μπορέσει να σηκωθεί στα πόδια του το παλικάρι. Όταν  έφυγε με το καλό, πάλι με τη μηχανή στην πλάτη, γιατί ποιος θα σκεφτόταν να ανταλλάξει την αγάπη με μια ραπτομηχανή; Δεν ξεχνούσε να στέλνει γράμματα και κάρτες σε όσους τον συνέτρεξαν στο δράμα του, και να ευχαριστεί κάθε φορά. Ύστερα έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθε ο εμφύλιος και το παλικάρι που γλύτωσε από την πείνα, την κατοχή και τους Γερμανούς,  έφυγε από χέρι Ελληνικό σε κάτι οδομαχίες τη Θεσσαλονίκη.

Ένα άλλο χειμωνιάτικο βράδυ, θυμάται η μάνα, εκείνου του φρικτού ’44, τριγύρισε η οικογένεια το τραπέζι με την αγωνία του δείπνου, περιμένοντας το σερβίρισμα. Συνήθως τα γεύματα στα περισσότερα σπίτια ήταν ένα πιάτο με σούπα, σε διάφορες γεύσεις, πότε κρεμμυδόσουπα, πότε χορτόσουπα, πότε κανένα σαλιγκάρι, καμιά αγριόπαπια από τη λίμνη, κυρίως όμως ήταν νερόσουπα, γιατί αυτό υπερτερούσε.

Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα, μόλις άρχισε το σερβίρισμα, ο φόβος των Γερμανών και των Βουλγάρων που έκαναν νυχτερινές επισκέψεις σε σπίτια, πάγωνε το αίμα. Να είναι κατοχή, να κάθεσαι  σε τραπέζι με την ελπίδα να φας και … να χτυπάει η πόρτα;

Η γιαγιά ήταν η μόνη που ανταποκρίθηκε στο χτύπημα του νυχτερινού μουσαφίρη, που δεν ήταν άλλος από τον θείο Γιώργη, έναν ξάδελφο του συγχωρεμένου του μπαμπά. Α…του λέει έλα Γιώργη, σ’ αγαπάει η πεθερά σου, στο τραπέζι μας πέτυχες, δε γίνεται, θα κάτσεις να φάμε. Ο μεγάλος αδελφός, έκανε ένα μορφασμό για την φιλόξενη διάθεση της μάνας του. Κάτσε Γιώργη, μη στέκεσαι, ό,τι έδωσε ο θεός για μας, έχει και για ένα. Η μάννα πήρε την κατσαρόλα από το τραπέζι, και πήγε το κουζινάκι, πήρε μια κανάτα ζεστό νερό που έβραζε πάνω στη σόμπα, και το έριξε στην κατσαρόλα. Κοιτάχτηκαν όλοι με απορία, «καλά είχαμε να φάμε κι εμείς και περίσσευε και για τον θείο;» Η ελπίδα ότι μπορεί η μάνα να έκρυβε κάποια έκπληξη εξανεμίστηκε, όταν είδαμε να σερβίρει στα πιάτα μας κρεμμυδόσουπα, με μπόλικο νερό. Έτσι η σούπα έφτασε για όλους, γέμισαν οι κοιλιές νερό με γεύση κρεμμυδιού, κάναμε και το τραπέζι στο θείο Γιώργη, έλεγε ο μεγάλος αδελφός αργότερα. Όταν έφυγε ο θείος καληνυχτίζοντας και ευχαριστώντας για το δείπνο, ακούστηκε πάλι ο μεγάλος να χολιάζει: «Α ρε θείε-Γιώργη, σύστημα το έκανες, κάθε βράδι σε έναν συγγενή δήθεν για επίσκεψη και το βγάλαμε το φαγητό».

Σώπα, τον έκοψε η μάνα, ο καθένας έχει τις δυσκολίες του, με τρία παιδιά ο Γιώργης πώς να προλάβει να φάει αυτός; Άλλωστε και μεις τι του δώσαμε; Νεράκι με λίγο κρεμμύδι για μυρωδιά, ο θεός το νερό το έδωσε για όλους.

Έτσι περνούσε η κατοχή στην πόλη μας, με την ελπίδα της λευτεριάς. Τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη του ‘44, οι Γερμανοί είχαν μια νευρικότητα. Με το παραμικρό γινόταν αψιμαχίες. Έτσι έγινε και το περιστατικό με τον μπαρμπα-Δημητρό τον Μαυροβουνιώτη, παλιό Μακεδονομάχο του 1912, που περνώντας από το γερμανικό φυλάκιο άκουσε κάτι υποτιμητικό από τον γερμανό φρουρό. Όρμηξε πάνω του, τον αφόπλισε και τον καταχέριασε για τα καλά. Έβγαλε το άχτι του ο καημένος γιατί το ’41 έχασε το παιδί του στον πόλεμο και ο πόνος ήταν μεγάλος. Σε λίγη ώρα ένας γερμανικός λόχος περικύκλωνε το σπίτι του και ρίχνοντας πυροδοτούμενες χειροβομβίδες, έκαψαν το σπίτι. Ο κυρ-Δημητρός το έσκασε από το παράθυρο, αλλά τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα βρήκαν το πτώμα του κάτω από την γέφυρα.

Αυτή τη γέφυρα που πέντε μέρες αργότερα, τις 27 Οκτωβρίου του 1944, οι δειλοί κατακτητές την ανατίναξαν, για να αποκόψουν την πόλη από την Θεσσαλονίκη, με συνέπειες τραγικές για τη ζωή του Λαγκαδά, γιατί είχε καθημερινή επικοινωνία με την Θεσσαλονίκη μεταφέροντας τα αγροτικά προϊόντα και τροφοδοτώντας την πόλη. Πέρασαν μήνες για να συνέλθει ο Λαγκαδάς από τη Γερμανική  αθλιότητα, γιατί παράλληλα η πόλη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι, καθότι είχαν ανατινάξει και όλες τις κολόνες της ηλεκτρικής εταιρείας Λαγκαδά. Για αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις τους δεν πλήρωσαν ποτέ. Όταν εξέλιπε το αίσχος του φασισμού από τον τόπο μας, ο Λαγκαδάς είχε να μετράει μόνο θύματα, να ανάβει καντήλια και να περιποιείται τα τραύματα των παιδιών του, που γύρισαν από το μέτωπο. 11 νεκροί, 25 τραυματίες και πολλές ανοιχτές πληγές στις ψυχές των παλικαριών που γύρισαν πίσω.

Είναι βέβαιο πως όσοι έφυγαν γενναία και όσοι μαρτύρησαν κατά την σκληρή κατοχή, έχουν πλέον μια θέση στο πάνθεον της ιστορίας και μια θέση στην καρδιά της εθνικής και ιστορικής μας μνήμης, την οποία οφείλουμε να κρατήσουμε ζωντανή, εις πείσμα των καιρών μας.




 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium