Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
28/3/2024 17:34:20



















Επισκέπτες Online: 1196


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΑΡΧΗ ΜΗΝΙΑ ΚΙ ΑΡΧΗ ΧΡΟΝΙΑ!!
01-01-2016
ΑΡΧΗ ΜΗΝΙΑ ΚΙ ΑΡΧΗ ΧΡΟΝΙΑ!!

Χρονογραφικά σημειώματα του Τρύφωνα Τσομπάνη

Ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Ο πρωινός χτύπος στη πόρτα του σπιτιού ήταν αιτία του αγουροξυπνήματος, το μυαλό μου πήγε αμέσως στα παιδιά της γειτονιάς που θα ήρθαν προφανώς να κάνουν το «σούρβα-σούρβα», αλλά η πεζή πραγματικότητα με προσγείωσε στην καθημερινότητα. Ήταν πράγματι τα παιδιά, αλλά ήρθαν από το βραδινό ρεβεγιόν και γύριζαν στο σπίτι, τόσο νωρίς!!!. Δεν το κρύβω πως για μια στιγμή λαχτάρισε η καρδιά μου, χτύπησε γοργότερα και χαρούμενα, καθώς συνδυάστηκαν στη σκέψη μου αναμνήσεις από το «πρόσφατο» παρελθόν των περασμένων 45 χρόνων.
Στα χρόνια μας σκέφτηκα τέτοιαν ώρα μας ξυπνούσε η μάνα ή η γιαγιά για να βγούμε, αχάραγα ακόμα, στη γειτονιά να κάνουμε «σούρβα». Δεν ξέρω τι σήμαινε η λέξη, άλλωστε πολλές λέξεις, ακόμα και από τα κάλαντα, δεν τις καταλαβαίναμε και δεν φροντίζαμε να τις ερμηνεύσουμε, γιατί από γενιά σε γενιά έφθαναν σε μας παρεφθαρμένες. Τελικά τι ήταν το σωστό «ζαχαροκάντιο ζυμωτή»; ή «ζαχοπλάστη ζυμωτή»; Κανένας δεν ήξερε. Έτσι γινόταν πάντα. Παίρναμε μια λέξη ή ένα έθιμο κληρονομικά και το διαιωνίζαμε με το λάθος του ή την παραφθορά του. Σε άλλα μέρη δεν έλεγαν «σούρβα» αλλά «κόλιντα μπάμπω»», δεν έχει σημασία ήταν πάντως το ίδιο τελετουργικό όπου με μακριές τοπούσκες - ξύλινα ραβδιά - χτυπούσαμε τα κεραμίδια των σπιτιών φωνάζοντας μέσα στην πρωινή ησυχία « σούρβα-σούρβα, δώσιμ’ καρύδια να μη σε σπάσω τα κεραμύδια » και οι νοικοκυρές έβγαιναν για να μας ευχαριστήσουν για το ποδαρικό που κάναμε στο σπιτικό τους, έπαιρναν τον μικρότερο και τον έβαζαν στο σπίτι για να ναι τυχερή και καλόβολη η νέα χρονιά, η δε θειά μου η Μαρίκα με έπιανε από το χέρι, μου έδινε ένα αυγό και με πήγαινε στο κοτέτσι να το βάλω στη φωλιά, όπου θα κλωσούσε εν καιρώ η κλώσα της για να βγάλει γερά πουλιά. Κι ύστερα τα κεράσματα, τα γέλια οι ευχές, τα φιλιά, τα μπαξίσια με τα ξερά σύκα και τα μήλα και τα φουντούκια με τα καρύδια, να γεμίζουν τις σακούλες και τις τσέπες μας. Άλλες πάλι μας δίναμε αλάτι να ρίξουμε στη φωτιά και «ως έσκανε το αλάτι έτσι να σκάνει και το κακό». Σε άλλα σπίτια ραντίζαμε με το αμίλητο νερό που έπαιρναν από βραδίς από την αυλή της εκκλησίας. Σαν τώρα θυμάμαι τον πατέρα μου κάθε χρόνο να με ντύνει καλά και με χοντρά ρούχα, και να παίρνουμε το μπαρντάκι για να πάνε στην αυλή της αγίας Παρασκευής, όπου ήταν η τουλούμπα, να πάρουμε το «αμίλητο νερό», και την δική μου περιέργεια να θέλω να μιλάω συνεχώς και ο πατέρας να μην αποκρίνεται, γιατί κατά το έθιμο έπρεπε αμίλητοι να πάμε να γεμίσουμε νερό, να μη μιλήσουμε κανέναν στον δρόμο, που πήγαιναν για τον ίδιο λόγο στην εκκλησία, και να γυρίσουμε πίσω να ραντίσουμε το σπίτι με το αγιονέρι της εκκλησίας. Η απογοήτευση ήρθε ένα βράδυ που από την παγωνιά πάγωσε η τουλούμπα και δεν μπορούσαμε να πάρουμε νερό. Για πότε μαζέψαμε λίγα χόρτα και χαρτιά και βάλαμε φωτιά στη βάση της τουλούμπας, χαμπάρι δεν το πήραμε, γιατί έπρεπε ότι γίνει να γίνει γρήγορα γιατί θα σκάναμε από την αφωνία, έτσι σε λίγο ξεπάγωσε η τουλούμπα και πήραμε νερό, όμως οι πιο πολλοί μόλις ξεπάγωσε η τουλούμπα, από τη χαρά τους μίλησαν και έτσι δεν πήραν αμίλητο, αλλά μιλητό νερό. Στο σπίτι όλοι περίμεναν να πάμε το νερό και κάθονταν γύρω από τραπέζι, άλλοι τρώγοντας κι άλλοι παίζοντας 31 «για το καλό της χρονιάς». (Τζογαδόρικος λαός ακόμα και στη λαογραφίας μας). Σε λίγο θα χτυπούσε η καμπάνα για τον όρθρο της γιορτής του Αγίου Βασιλείου και τη λειτουργία, και αμέσως ντυνόμασταν στα γιορτινά μας για να προλάβουμε να πιάσουμε και τα εξαπτέρυγα στο ιερό για το καλό της μέρας. Φεύγοντας βιαστικά και τρέχοντας, η μάνα μας φώναζε «προσοχή στα λόγια και στα έργα σας, ό,τι στραβό κάνετε σήμερα θα το κάνετε όλη τη χρονιά και ό,τι καλό κάνετε θα το κάνετε όλο το νέο έτος» και για να μας επηρεάσει έλεγε «μη μαλώσετε μα κανέναν, γιατί θα μαλώνετε όλο το χρόνο, κι αν φάτε ξύλο θα το τρώτε όλη τη χρονιά». Έτσι συμμαζευόμασταν και προσέχαμε τη συμπεριφορά μας. Μόλις σχολούσε η εκκλησιά ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν στο σπίτι, για να κάνουμε εμείς ποδαρικό στο δικό μας σπιτικό, μη κι’ έρθει κανένας γρουσούζης και ανάποδος και πάει στράφι η χρονιά μας. Δεν πηγαίναμε ούτε σε συγγενικά σπίτια, φοβούμενοι πως αν δεν τους πήγαινε καλά η χρονιά, μήπως μας το φορτώσουν στο κακό ποδαρικό μας. Βέβαια πάντα υπήρχε κάποια καλή θεία που ήθελε να μας φιλέψει γλυκά και λιχουδιές και μας ζητούσε να πάμε να κάνουμε ποδαρικό γιατί μας θεωρούσε καλότυχους και βλογημένους. Το μεσημέρι το τραπέζι πάντα πλούσιο με σίγουρη τη γεμιστή γαλοπούλα ή κότα - ανάλογα με τα βαλάντια - καμιά φορά και ψαρόπαπια από τη λίμνη, με λίγο ριζάκι, χοιρινά και γλυκό κρασί. Η βασιλόπιτα ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος γιατί συνδυάζονταν με κάποιο δώρο, πέρα από το φλουρί που θα τύχαινε ο τυχερός της χρονιάς. Η μέρα περνούσε γενικά στο σπίτι όπου οι μεγάλοι συνέχιζαν την 31 και οι μικροί εξασκούνταν στον παιδικό τζόγο με το « τσουφ-τέκι», δηλαδή κρύβαμε στα χέρια μας φουντούκια που μαζεύαμε από τα κάλαντα και αφού τα κρύβαμε πίσω μας, θέλαμε από τον αντίπαλο να βρεί αν κρύψαμε μονά ή ζυγά στον αριθμό φουντούκια. Αν το έβρισκε κέρδιζε τα φουντούκια μας. Αν ο καιρός ήταν καλός βγαίναμε στην αυλή και αφού ανοίγαμε μια λακουβίτσα στο χώμα, προσπαθούσαμε όσα φουντούκια ή καρύδια χωρούσε η χούφτα μας να τα βάλουμε στη λακούβα, όσα δεν έμπαιναν τα χάναμε και τα έπαιρνε ο αντίπαλος. Έτσι περνούσε η μέρα στη χαρά της γιορτής και της ξεγνοιασιάς, συνδυάζοντας τα πνευματικά με τα έθιμα. Φροντίζαμε να περάσει χαρούμενη και ειρηνική για να είναι όλο το νέο έτος ειρηνικό και χαρούμενο. Σήμερα που έλειψαν τα σούρβα, γιατί έλειψαν οι χαμηλές στέγες των σπιτιών μας, που μπορούσαν να τις φτάσουν τα παιδιά με τις γκλίτσες τους, σήμερα που χτίσαμε τα σπιτικά μας με τη λογική της Βαβέλ, σήμερα που χάσαμε την επαφή με τη γιορτή και το βαθύτερο νόημά της, βρίσκουμε άλλους τρόπους διασκέδασης αλλά όχι χαράς, που δυστυχώς εξαντλούνται με το τέλειωμα του κρασιού ή της γαλοπούλας, «βίος ανεόρταστος».

Καλή χρονιά λοιπόν, έστω χωρίς σούρβα και αμίλητο νερό, αλλά με χαρά και ειρήνη αλλά και κουράγιο για ό,τι καινούργιο μας έρθει.



 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium