Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
19/3/2024 13:26:03



















Επισκέπτες Online: 828


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ
04-08-2011
ΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

Του κ. Χρήστου Φυλάκη

Απόστασμα από το νέο βιβλίο "Αναμνήσεις από τον Λαγκαδά"


Ίσως το ωραιότερο κομμάτι της ζωής ενός ανθρώπου είναι ο τρόπος της διασκέδασής του, γι αυτό κι εγώ σκέφτηκα να καταγράψω ότι θυμάμαι από τα παλιά εκείνα καλά χρόνια, τις αναμνήσεις μου από τα γλέντια και τον τρόπο διασκέδασης των Λαγκαδιανών, γιατί είναι αλήθεια ότι πολύ τους άρεσαν τα γλέντια και η ψυχαγωγία.

Προπολεμικά η ψυχαγωγία γινόταν κυρίως την καλοκαιρινή περίοδο στο εξοχικό κέντρο ‘’Πλατάνια’’, που βρισκόταν στο σημερινό στρατόπεδο Μπαρέτη. Ήταν ένα μέλος γεμάτο μεγάλα πλατάνια, με πολύ παχύ ίσκιο που δεν έβλεπες ήλιο το καλοκαίρι, σκεφτείτε τι δροσιά που είχε η περιοχή. Από το μέρος που είναι σήμερα η κεντρική πύλη του στρατοπέδου, είχε έναν δρόμο περίπου 30 μέτρων για να σε οδηγήσει σε μια πλατεία περιποιημένη, γεμάτη λουλούδια και χρώμα, είχε ένα μικρό οίκημα που στέγαζε τον καταστηματάρχη και τα απαραίτητα του κέντρου, που λειτουργούσε και σαν ταβέρνα και αναψυκτήριο με πολλά καθίσματα και τραπέζια. Το ‘’εξοχικό’’, όπως το έλεγαν άνοιγε την πρωτομαγιά και έκλινε τον Οκτώβριο μήνα. Την δε πρωτομαγιά γινόταν κυριολεκτικά ο χαμός, όλος ο Λαγκαδάς στο εξοχικό. Τις καθημερινές είχε μικρή κίνηση αλλά τις Κυριακές, είχε δεν είχε οικονομική άνεση ο κόσμος μια βόλτα θα την έκανε από το εξοχικό. Τις περισσότερες φορές γινόταν γλέντια από μεγάλες παρέες αφού το μαγαζί έφερνε ορχήστρες, τραγουδίστριες, καραγκιόζη, παλαιστές όπου πάλευαν επαγγελματίες παλαιστές και έβγαζαν κανένα μεροκάματο, στα κέντρα και στα πανηγύρια για το προς το ζείν. Έφερνε ακόμα και θέατρο, από περιπλανώμενους θιάσους, ήταν λοιπόν ένα από τα καλύτερα κέντρα ψυχαγωγίας. Ανήκε στον Δήμο και το νοίκιαζε σε επαγγελματίες κάθε χρόνο με διαγωνισμό.

Το 1939 το πήρε ο στρατός και χτίστηκαν οι στρατώνες για κέντρο επιστρατεύσεως και χρησιμοποιήθηκε αμέσως στον Αλβανικό πόλεμο του 1940. Απέναντι από το εξοχικό, που είναι το Ηρώον, ήταν ένα καταπληκτικό πάρκο, σωστή ζωγραφιά, που ευχαριστιόσουν να κάνεις περίπατο, ο δε δρόμος προς την θρυλική γέφυρα που την ανατίναξαν οι Γερμανοί το 44, ήταν γεμάτος κόσμο που έκανε την βόλτα του. Τότε η νεολαία του Λαγκαδά έκανε την βόλτα της από την γέφυρα μέχρι το Α΄ Δημοτικό σχολείο, και πάλι μεταβολή και πίσω. Εκεί γινόταν το ‘’νυφοπάζαρο’’, εκεί γνωριζόταν οι νέοι με τις κοπέλες τους. Είχε και ένα άλλο μικρό εξοχικό κεντράκι, στη γωνία απέναντι από το πρώτο δημοτικό, (εκεί που είναι σήμερα το κινέζικο), ήταν του Λαϊμήτα, έτσι τον έλεγαν, δεν είχε πολλά τραπέζια, αλλά το καλοκαίρι έβγαζε έξω τραπεζάκια και έφερνε και ψυχαγωγία, ταχυδακτυλουργικά, καραγκιόζη. Μέσα στον Λαγκαδά υπήρχαν πολλά καφενεία αλλά γέμιζαν από μεγάλους και ηλικιωμένους.

Τον χειμώνα τη μόνη ψυχαγωγία την έβρισκες στα δυό μεγάλα καφενεία που ήταν στη πλατεία, στο ‘’Κεντρικό‘’ που έφερνε τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα Σμυρναίϊκα όργανα, κλαρίνο ,ούτι, βιολί και ντέφι που το έπαιζε η τραγουδίστρια συνήθως και που ήταν τόσο μακιγιαρισμένη, σαν κλόουν, ήταν βαμμένη. Έτσι ήταν τότε οι περισσότερες βαμμένες και μάλιστα της θεωρούσαν κατώτατης ηθικής βαθμίδας. Σ΄αυτές τις ορχήστρες πήγαιναν και γλεντούσαν οι Μικρασιάτες, γιατί έπαιζαν τα δικά τους τραγούδια, οι δε ντόπιοι Λαγκαδιανοί γλεντούσαν με νταούλια και με λατέρνες, που έφερναν τα κεφενεία γύρω από την αγία Παρασκευή που ήταν τότες η καρδιά του Λαγκαδά. Δεν ξεχώριζαν μόνο για τα μουσικά γούστα τους, αλλά και γιατί πρόσφυγες και ντόπιοι δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους και συνήθως δημιουργούσαν καβγάδες.

Το άλλο κέντρο διασκέδασης την εποχή αυτή ήταν το κέντρο ‘’Παρθενών’’ που στεγάζονταν απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα, εκεί που είναι σήμερα ο Γερμανός και έφτανε μέχρι το μαγαζί του Κούρτη. Ήταν πολύ μεγάλο μαγαζί και τα Σαββατοκύριακα μετατρέπονταν σε κέντρο διασκέδασης, έφερνε δε μουσική για νέους και με τραγουδίστρια, (όχι τόσο καλή όσο η άλλη). Με τους φίλους μας εδώ πάντα διασκεδάζαμε, γιατί ήταν οικογενειακό και ευχάριστο. Τις καθημερινές ο ‘’Παρθενώνας’’, είχε ταβλάκι, χαρτί, κανένα ουζάκι και σύχναζαν πολλοί γιατί ήταν εξαιρετικό μαγαζί. Είχε όμως και άλλα μικρότερα μαγαζιά για όλες τις μέρες της εβδομάδας που μπορούσες να γλεντήσεις όποια ώρα ήθελες με τη γλυκειά μελωδία της λατέρνας. Τέτοια πράγματα απολάμβανες στην ταβέρνα του ‘’Ρουμάνου’’ και στα καφενεία γύρω από την Aγία Παρασκευή, που ήταν πολλά, του Λάγκα, του Τριαντάφυλλη, του Κυράνου, του Μήτσου, όπου όλα είχαν την λατέρνα τους. Αυτά ήταν τα λεγόμενα ‘’κουτούκια’’, ταβερνάκια της φτωχολογιάς και της καθημερινότητας και δεν μπορώ να ξεχάσω που μαζευόμασταν τα βράδια κατάκοποι από την δουλειά και το χαμαλίκι, και άλλος έπαιζε χαρτάκι, άλλος τάβλι, άλλος ουζάκι, άλλος τον καφέ του και λέγαμε τα βάσανα της κάθε μέρας που περνούσε, κι άλλος μουρμούριζε μόνος για τη ζωή. Μια ατμόσφαιρα με φοβερή οχλαγωγία, ζωηρές ομιλίες, δύσκολα ακουγόμασταν μεταξύ μας και η βαρειά ομίχλη από τα τσιγάρα και τους καπνούς έκαναν το κλίμα προβληματικό, ιδίως σε όσους δεν κάπνιζαν, γιατί τότε τα τσιγάρα ήταν βαριά, διάφορες μάρκες, αλλά κυρίως στριφτά. Λίγοι είχαν καλό τσιγαρόχαρτο για να στρίψουν, οι πιο πολλοί έστριβαν με χαρτί εφημερίδας, που ήταν το πιο διαθέσιμο χαρτί και μάλιστα δωρεάν. Όλη αυτή την μπόχα την υποφέραμε όλοι μαζί. Και μέσα σ΄αυτή την ατμόσφαιρα θα βρισκόταν κάποιος να αλλάξει σελίδα… ούτε που πήγαινε το μυαλό σου πως ξαφνικά αυτός που καθόταν στη γωνιά και έπινε το ουζάκι του, θα άλλαζε το κλίμα, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι του, έβαζε την τραγιάσκα στραβά και με δεμένη κάπως τη γλώσσα από το ρακί, φώναζε στον λατερνατζή: ‘’βάλε μου ρε τον σακαφλιά...’’ και τότε άρχιζε μόνος του, βαρύς κι ασήκωτος να φέρνει τις γυροβολιές του με το τσιγάρο στο στόμα. Αυτό ήταν, κοβόταν μαχαίρι και οι φωνές και η οχλαγωγία, σταματούσαν και τα χαρτιά. Μας αφόπλιζε η μελωδία της λατέρνας και του χορευτή που έκανε τα τσαλίμια του. Έτσι έπαιρνε άλλη τροπή η βραδιά κι αν καμιά παρέα παρήγγελνε και κανένα ουζάκι ακόμα και το τραβούσαν λίγο παραπάνω, τότε έριχναν και κανένα χορό κι άλλοι μερακλήδες. Αυτή ήταν λοιπόν η καθημερινότητά μας προπολεμικά, φτωχή μεν αλλά χαρούμενη. Σε μια τέτοια φάση μας βρήκε ένα βράδυ και ο πόλεμος του 1940, και τότε μας βρήκε ο πόλεμος, Κυριακή βράδυ στην ταβέρνα του Λάγκα πίσω από την Aγιά Παρασκευή.

Κι ας έρθουμε τώρα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, στα οποία και τότε ο κόσμος δεν έχασε τη διάθεση για το γλεντάκι του στις γιορτές. Την πρώτη χρονιά 41- 42 τον χειμώνα, δεν ξέρω για πιο λόγο οι Γερμανοί δεν είχαν επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας. Γυρίζαμε τη νύχτα ελεύθερα, νεαροί τότε με τις καντάδες μας, τα τραγούδια μας και μάλιστα, ανταμωνόμασταν με τα περίπολα των γερμανών και μερικοί μάλιστα μας χαίρονταν που τραγουδούσαμε, γιατί ήταν νέοι κι αυτοί. Στα τέλη του ΄42 ιδρύθηκε το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και άρχισαν τα σαμποτάζ και οι επιθέσεις κατά του εχθρού, και τότε τα πράγματα αγρίεψαν και μας μάντρωναν από τις 8 μέχρι το πρωί. Αυτό γινόταν μέχρι το τέλος του ΄44 που έφυγαν από την χώρα.


mygdonia-newspaper.blogspot.com 



 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium