Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
29/3/2024 12:44:32



















Επισκέπτες Online: 1368


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






«Ο  Μάιος της νιότης μας» του Τρύφωνα Τσομπάνη
20-05-2016
«Ο Μάιος της νιότης μας» του Τρύφωνα Τσομπάνη


Η «οδός αναπαύσεως», όπως την έλεγε ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Θανάσης Παναγιωτόπουλος, δηλαδή ο δρόμος προς τα νεκροταφεία, ήταν πάντα ένας δρόμος ηρεμίας, γιατί η γειτονιά δεν ήταν πολυσύχναστη και με μεγάλη κυκλοφορία όπως σήμερα, αλλά και γιατί ο δρόμος αυτός συχνά συνδέονταν με το τελευταίο ταξίδι της ζωής αφού οδηγούσε προς τα κοιμητήρια. Ομως τον Μάϊο αποκτούσε μια άλλη διάσταση και μια έντονη κινητικότητα. Έσφυζε από ζωή και παιδικές φωνές γιατί κάθε χρόνο απ΄την αρχή ακόμα του Μαϊου, ως και τις εικοσιμία και εικοσιτρείς του μήνα που γινόταν τα αναστενάρια στην πόλη μας, γέμιζε ο δρόμος δεξιά κι αριστερά από λογίς - λογίς πανηγυριστές που άπλωναν την πραμάτεια τους και τα σιργκιά τους άλλοι κατάχαμα άλλοι σε πάγκους και διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους. Αυτά όμως που έδιναν διαφορετικό τόνο και αποτελούσαν το όνειρο των παιδικών μας χρόνων και τα περιμέναμε πως και πως, ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, τα καραβάκια με τις κούνιες, ο τροχός, ο περίφημος «γύρος του θανάτου» όπου ατρόμητοι μοτοσυκλετιστές έκαναν τα επικίνδυνα ακροβατικά τους που σου κόβανε την ανάσα. Τα μεγάφωνα των πανηγυριστών σε τρέλαιναν στην κυριολεξία από το να διαφημίζουν τα κατορθώματά τους. Τα μοτοράκια από τις γεννήτριες έβγαζαν τόσο θόρυβο που δυσκόλευαν την επικοινωνία καθώς ο κάθε πραματευτής και πανηγυριστής φώναξε με όλη του τη δύναμη, αναζητώντας πελάτες, «για περάστε, για θαυμάστε»! Τα γύρω σπίτια υπέφεραν, αλλά το μαρτύριό τους ήταν γλυκό γιατί ζωντάνευε η γειτονιά τους και έβλεπαν κόσμο τελείως διαφορετικό απ’ αυτόν που έβλεπαν συνήθως, δηλαδή τις αργιές συνοδείες των συμπολιτών που πορεύονταν στην τελευταία  κατοικία των προσφιλών τους προσώπων. Το μαλλί της γριάς αποτελούσε το χαρακτηριστικό κέρασμα για τους μικρούς, το σάμαλι από τον κυρ-Δημητρό τον Μπαλτά και τα πρώτα παγωτά από τον μπαρμπα-Νίκο είχαν την τιμητική τους, ενώ τα σάντουιτς του «Γιαννάκη» είχαν γίνει φίρμα από τότε, αλλά και η προπόνηση στις δεξιότητες είχαν πάντα το δικό τους ενδιαφέρον, αφού όσοι είχαν κάτι παραπάνω χαρτζιλίκι στη τσέπη τους, κυρίως οι εικοσάρηδες, δοκίμαζαν την τύχη τους στην σκοποβολή, στα οπλάκια, ενώ οι μικρότεροι έπεφταν πάντα θύματα της «σειρήνας» που κραύγαζε ολημερίς «περάστε παρακαλώ, πέντε κρίκοι ένα τάλιρο» και αγωνιζόμασταν να περάσουμε τους κρίκους στους λαιμούς των μπουκαλιών που ήταν αραδιασμένοι σε μικρή απόσταση μπροστά μας ή άλλοι αγωνίζονταν να περάσουν τους κρίκους στις πλαστικές πάπιες που κολυμπούσαν σε μικρές φουσκωτές πισίνες. Όποιος ήταν καλός στο σημάδι κέρδιζε το μπουκάλι ρετσίνα ή ένα κουτί λουκούμια!!! Δεν ήταν λίγες οι φορές που εκεί τρώγαμε όλο το χαρτζιλίκι μας και μετά δεν έμεναν λεφτά ούτε για κούνια  ούτε για αυτοκινητάκια. Αυτό που ήταν επίσης πρόκληση για την περιέργειά μας ήταν «το μεγάλο θαύμα της ανατολής! Η μικρή πριγκίπισσα Ζαμάγια, το κορίτσι χωρίς σώμα, η «ασώματος κεφαλή», που ήρθε στην πόλη μας για να τη γνωρίσουμε, και τρέφονταν μόνο με φρούτα και μπανάνες»!!! ξεσήκωνε την παιδική μας φαντασία και κάποιες φορές και τα φιλάνθρωπα αισθήματά μας, γιατί πώς ήταν δυνατόν ένα μικρό κορίτσι να ζει χωρίς σώμα! Αλλά όταν μετά την παράσταση βλέπαμε τη Ζαμάγια να κυκλοφορεί ανάμεσά μας με κανονικό σώμα, πήγαινε η καρδιά μας στη θέση της. Τα μηχανάκια που έκαναν το καλαμπόκι ποπ-κόρν, που τότε το λέγαμε μπουμπούφκες, δούλευαν στο φουλ, τα κασετόφωνα από κάθε πάγκο έπαιζαν το καθένα και άλλο τραγούδι, και έτσι σε μια βόλτα μπορούσες να ακούσεις όλη τη σύγχρονη δισκογραφία, από Καζαντζίδη και Μαρινέλα, «καρδιά πληγωμένη πώς βαστάς και δε ραγίζεις», μέχρι Αγγελόπουλο και Αννούλα, ή Σπύρο Ζαγοραίο να τραγουδά το «Ντε λα μαγκέν ε ντε λα Βοτανικέν», ακόμα και οι σύγχρονες επιτυχίες του δικού μας Γιώργου Κυράνου είχαν μπει στη ζωή μας καθώς όλη η πόλη τραγουδούσε «ματάκια παιχνιδιάρικα διπλό παιχνίδι παίζουν, τη μια μου λεν πως μ’ αγαπούν την άλλη με παιδεύουν…». Χαρακτηριστική φιγούρα την εποχή αυτή ο μπαρμπα-Γιώργης με τα πουλάκια  της τύχης, που είχε εκπαιδεύσει τα παπαγαλάκια του να τραβούν από ένα κουτί κάποια χαρτάκια που έγραφαν την τύχη μας, δηλαδή πότε θα παντρευτούμε, πόσα παιδιά θα κάνουμε και αν μας περιμένει μεγάλο ταξίδι. Μας εντυπωσίαζε το γεγονός των μικρών παπαγάλων που στηνόμασταν ώρες μπροστά στο κλουβί περιμένοντας να απαντήσουν στην ερώτησή μας «παπαγάλε τρως μαϊντανό» και αντί να απαντήσει ο παπαγάλος απαντούσε ο κυρ-Γιώργης «τον κακό σου τον καιρό»! Μερικές φορές ο πάντα ευρηματικός μπαρμπα-Γιώργης έκλεβε την παράσταση όταν έβγαζε στη γύρα τη αρκούδα του, γιατί στο Λαγκαδά ήταν γνωστός και ως «αρκουδιάρης» και έδινε παράσταση για το πώς βάφεται η Καρέζη και πώς φιλάει η Βουγιουκλάκη τον Παπαμιχαήλ. Τις μέρες αυτές και ιδιαίτερα το τριήμερο των αναστεναριών ερχόταν στην πόλη μας κάθε λογίς άνθρωπος και κάθε καρυδιάς καρύδι. Ζητιάνοι, ανάπηροι χωρίς αναπηρία, τυφλοί που τα είχαν τετρακόσια και τους έβλεπες να τρέχουν το βράδι να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο του ΚΤΕΛ σαν να μη συνέβαινε τίποτε, γενικά άνθρωποι που αναζητούσαν το εύκολο μεροκάματα και τη φιλανθρωπία μας, σαν το Λάκη από τα Γιαννιτσά, που έκανε τον τυφλό αλλά έβγαζε λεφτά τραγουδώντας κάτι πονεμένα τραγούδια για τα ματάκια του που δεν βλέπαν, τη φτωχιά μανούλα του, την ορφάνια και την ξενιτιά και σκάρωνε στιχάκια, με το αζημίωτο, σε όποιον του έλεγε απλά μια λέξη και αυτός έφτιαχνε αμέσως το στίχο. Στο κατόπι κι ένας ψηλός κρεμανταλάς με το καλάθι του να πουλάει γλειφιτζούρια- κοκοράκια, που φώναζε πως ήθελε να πουλήσει κοκοράκια «παραδάκια να μαζέψω τη γιαγιά μου να παντρέψω»!

Ο Λαγκαδάς τις μέρες αυτές γινόταν κέντρο του ενδιαφέροντος λαογράφων και ψυχιάτρων, φυσικών και βιοχημικών, ερευνητών και περίεργων, που ήθελαν να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ακαϊας των αναστενάρηδων και κοντά σ’ αυτούς και ένα καραβάνι από τα πρώτα δημοσιογραφικά συνεργεία που έκαναν ρεπορτάζ για το θέμα. Ο Δήμος έβαφε πεζοδρόμια, κλάδευε δέντρα, κρεμούσε σημαιάκια, για να υποδεχτεί τους επισκέπτες του, ενώ το μέρος της πυροβασίας περιφράζονταν ώστε να ελέγχεται ο χώρος και να μπορούν να κόβονται τα εισιτήρια της παράστασης με τάξη. Στο κονάκι παράλληλα γινόταν οι καθιερωμένες προετοιμασίες που τραβούσαν το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών. Ο δεμένος ταύρος στην αυλή που περίμενε την θυσία του, ο χορός, το τραγούδι «τον Κωσταντίνο τον μικρό τον μικροκωσταντίνο», ο χτύπος του νταουλιού και της θρακιώτικης λύρας, σε έβαζαν στο κλίμα του Διονυσιασμού, μια και όλοι οι επιστήμονες μιλούν για την καταγωγή του εθίμου από την πρώιμη Διονυσιακή αρχαιότητα. Η τότε επιτροπή διοργάνωσης ο αείμνηστος Νίκος Μουλάς και ο Φυλάκης Καρυοφύλλης, οργάνωσαν την πρώτη «Θρακική Λαογραφική Εστία» και είχαν αποκλειστικά την ευθύνη της γιορτής και έδιναν εντολές πότε στον κυρ-Μιχάλη Βοσνακίδη και πότε στο Θόδωρο Χαλκιά να ετοιμάσουν τα ξύλα και να επιμεληθούν το άναμμα της φωτιάς. Ο μπαρμπα-Σταμάτης Λιούρος, ως αρχιαναστενάρης, είχε το γενικό πρόσταγμα και τον πρώτο λόγο για το πότε θα βγουν για να πατήσουν και να ξεκινήσουν την τελετή. Είναι αλήθεια πως το έθιμο της πυροβασίας δεν ήταν έθιμο της περιοχής μας αλλά μεταφέρθηκε στην πόλη μας από τους θρακιώτες πρόσφυγες στο Λαγκαδά. Για πρώτη φορά επεχείρησαν να το παρουσιάσουν το 1943 αλλά τότε οι Γερμανοί τους απαγόρευσαν. Αργότερα μετά την απελευθέρωση άρχισαν δειλά να πατούν στην αρχή στις αυλές των σπιτιών τους και αργότερα στην γνωστή πλατεία των αναστεναριών σε πιο επίσημη μορφή με την ανάληψη της πρωτοβουλίας από τον Νίκο Μουλά. Βέβαια να πούμε ότι μετά το 1967 και τον ερχομό του νέου Δεσπότη η κοινωνία της πόλης διχάστηκε στα δυό, γιατί η εκκλησία θεωρούσε ότι δεν ήταν καιρός να αναβιώνουν Διονυσιακά- αρχαιοελληνικά έθιμα και μάλιστα έθιμα που εμπλέκουν τις εικόνες, οι οποίες για την εκκλησία θεωρούνται λειτουργικά αντικείμενα του ναού που αξίζουν τον ανάλογο σεβασμό μέσα σε ένα πλαίσιο χριστιανικής πίστης και λατρείας. Ο καιρός πέρασε βέβαια με τους υπέρ και κατά του θρακιώτικου εθίμου, ο Μουλάς αργότερα άλλαξε γνώμη για τα αναστενάρια και απεσύρθη, ο Καρυοφύλλης απέμεινε μόνος με λίγους φίλους του και οι αναστενάρηδες συνέχισαν να τηρούν την θρακιώτικη παράδοσή τους στα οικογενειακά τους κονάκια και να συνεχίζουν τα έθιμά τους.

Σήμερα το έθιμο τελείται τόσο στο Λαγκαδά, όσο και στη Μελίκη Βεροίας, στη Δράμα, στην Πελοπόννησο, και φυσικά στην Ανατολική Θράκη στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας όπου όμως εκεί το έθιμο εξελίχθηκε σε μια καθημερινή ατραξιόν στα ξενοδοχεία και στα τουριστικά θέρετρα της περιοχής καθ’ όλο το χρόνο.

Οι Λαγκαδιανές οικογένειες των Θρακιωτών αναβιώνουν και πάλι το έθιμό τους αλλά σε μικρότερη κλίματα χωρίς τις παλιές εκείνες μεγάλες διοργανώσεις. Πάντως κάποιοι πανηγυριστές πάντα έρχονται και προσφέρουν στα παιδιά αυτά που χαιρόμασταν κι εμείς εκείνα τα νοσταλγικά χρόνια.

 



 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium